θερμοκαυτήρας

θερμοκαυτήρας
ο
ιατρ. εργαλείο για καυτηριάσεις, με ακίδα από λευκόχρυσο, που λευκοπυρώνεται και διατηρείται σε υψηλή θερμοκρασία με τη διοχέτευση ρεύματος αέρα με ατμούς καυσίμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocautere < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + cautere (πρβλ. καυτήρας). Η λ. στον λόγιο τ. θερμοκαυτήρ μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ιωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερμοκαυτήρας — ο ειδική συσκευή που χρησιμοποιούν οι γιατροί για καυτηριάσεις: Ηλεκτρικός θερμοκαυτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”